Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

in medias res


ΚΟΥΡΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΕΣ

     Οι κούροι και οι κόρες εμφανίζονται στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Όπως και τα άλλα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής είναι «αγάλματα», δηλαδή αφιερώματα σε ένα θεό ο οποίος με την προσφορά αγάλλεται.
     Οι κόρες ήταν  κατά κύριο λόγο αφιερώματα στα ιερά γυναικείων θεοτήτων.  Το πρότυπο που ακολουθούν είναι αυτό μιας νέας γυναίκας όρθιας σε μετωπική στάση, ντυμένης με πλούσια ενδύματα και κοσμήματα, περίτεχνα χτενισμένα μαλλιά, η οποία στο ένα χέρι -που άλλοτε είναι λυγισμένο και ακουμπισμένο μπροστά στο στήθος και άλλοτε λυγισμένο στον αγκώνα και προτεταμένο μπροστά- κρατάει μια προσφορά. Οι κόρες είναι  πάντοτε ντυμένες, ενώ οι κούροι εμφανίζονται γυμνοί. 
     Οι κούροι ήταν κυρίως επιτύμβια μνημεία, που αντικατέστησαν τις στήλες,  καθώς και τους ταφικούς αμφορείς και κρατήρες της γεωμετρικής περιόδου. ΄Ηταν γλυπτά της αρχαϊκής περιόδου από μάρμαρο, τα οποία στόλιζαν τάφους νέων ανδρών που έχασαν ηρωικά τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης, χωρίς όμως να είναι πορτρέτο του νεκρού. Το πρότυπο είναι εκείνο της ιδεώδους ανδρικής μορφής της εποχής, του ρωμαλέου πολεμιστή. Γενικό  χαρακτηριστικό των κούρων είναι η στατικότητα. Το αριστερό πόδι  εξέχει ελαφρώς, τα χέρια είναι παράλληλα προς το σώμα, ενώ οι καρποί είναι γυρισμένοι, με τα δάχτυλα κλειστά και τον αντίχειρα προς τα εμπρός. Η προβολή του αριστερού ποδιού δηλώνει ευνοϊκή κίνηση, καθώς το επόμενο βήμα που εννοείται ότι θα γίνει θα είναι με το δεξί. Για τους αρχαίους η κίνηση προς τα δεξιά θεωρούνταν ευνοϊκό σημάδι. Όρθιοι, με εύρωστη σωματική διάπλαση, οι κούροι αντιμετωπίζουν τον κόσμο με μια γυμνότητα  γεμάτη
αυτοπεποίθηση.





«Στάσου και κλάψε μπρος στο μνήμα του νεκρού  Κροίσου που θανάτωσε ο βίαιος Άρης, καθώς πολεμούσε στην πρώτη γραμμή»





Κούρος της Αναβύσσου, «Ο Κροίσος», επιτάφιο άγαλμα (530 π. Χ.), παριανό μάρμαρο, ύψος 1,94 μ., από την Ανάβυσσο Αττικής, Αθήνα,  Εθνολογικό Αρχαιολογικό  Μουσείο.
Ο κούρος από την Ανάβυσσο βρέθηκε στον τάφο ενός νέου πολεμιστή  που τον έλεγαν Κροίσο. Στη βαθμιδωτή βάση που στεκόταν το άγαλμα ήταν  χαραγμένη η φράση: «Στάσου και κλάψε μπρος στο μνήμα του νεκρού  Κροίσου που θανάτωσε ο βίαιος Άρης, καθώς πολεμούσε στην πρώτη γραμμή». Με το «αρχαϊκό μειδίαμά» του ο κούρος καλεί το διαβάτη να σταθεί και να θρηνήσει τη χαμένη νεότητα. Το άγαλμα σώζεται σε άριστη κατάσταση, και ίχνη κόκκινου χρώματος υπάρχουν ακόμη στα μαλλιά, στα μάτια και στην ήβη. Το σώμα του είναι σφριγηλό, τα χέρια αποσπασμένα από τον κορμό και η όλη διάπλαση είναι φυσικότερη από τους προηγούμενους τύπους κούρων. Το άγαλμα, πριν επιστραφεί στην Αθήνα, είχε μεταφερθεί λαθραία το 1937 στο Παρίσι, κομμένο με πριόνι στα δύο.



Κούρος από την Αττική (610-600 π.Χ. περίπου), μάρμαρο, ύψος 1,84 μ., Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.




Μία σύγκριση

Ο κούρος από την Αττική δημιουργήθηκε εβδομήντα χρόνια πριν από τον κούρο της Αναβύσσου. Η σύγκριση των δύο έργων δείχνει πολλές διαφορές.
Το κεφάλι του κούρου της Αττικής είναι μεγαλύτερο ως προς το σώμα της μορφής. Αντίθετα κεφάλι και σώμα στον κούρο της Αναβύσσου συνδυάζονται αρμονικά. 
Τα μάγουλα στον κούρο της Αναβύσσου προεξέχουν και έτσι το πρόσωπο δεν είναι πια επίπεδο και το χαρακτηριστικό αρχαϊκό χαμόγελο του δίνει έκφραση. Τα μαλλιά στον κούρο της Αττικής είναι στιλιζαρισμένα. Αντίθετα, στον κούρο της Αναβύσσου πέφτουν φυσικά στους ώμους.

 
Το σώμα αναπαριστάνεται με πιο φυσικό τρόπο στον κούρο της Αναβύσσου και οι στρογγυλεμένοι γοφοί αντικαθιστούν το σχήμα V που παρατηρείται στον κούρο της Αττικής, στον οποίο  η κοιλιακή χώρα περιγράφεται μέσα σε ένα σχηματικό ρομβοειδές σχήμα.

     
Ο Κούρος της Βολομάνδρας (550 π.Χ. περίπου), επιτάφιο άγαλμα μάρμαρο Νάξου, ύψος 1,78 μ., από τη Βολομάνδρα Αττικής, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρακολουθώντας τους κούρους που βρέθηκαν στην περιοχή της Αττικής, μπορεί κανείς να δει την εξέλιξη στο πλάσιμο της μορφής τους. Παρ’ όλη τη  μετωπικότητα και τη συμμετρική δομή του κούρου της Βολομάνδρας, μερικές αποκλίσεις  προκαλούν εντάσεις στο γλυπτό και δημιουργούν την αίσθηση μιας «λανθάνουσας κίνησης».





Μερικές παρατηρήσεις

Ø  Η εντύπωση ότι τα αρχαία ελληνικά γλυπτά ήταν σε φυσικό άσπρο χρώμα είναι λανθασμένη. Σχεδόν όλα τα ελληνικά γλυπτά ήταν χρωματισμένα με ελαφριά φυσικά χρώματα. Απέδιδαν το δέρμα με το φυσικό χρώμα της πέτρας, την οποία γυάλιζαν. Τα μάτια, τα χείλη, τα μαλλιά και τα ενδύματα ήταν χρωματισμένα. Η τεχνική που χρησιμοποιούσαν για να βάψουν τα γλυπτά λέγεται «εγκαυστική».  Κατά την τεχνική αυτή, το χρώμα ανακατεύεται με ζεστό κερί και απλώνεται (όσο παραμένει ζεστό) στην επιφάνεια του μαρμάρου, ποτίζοντας έτσι τους πόρους. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι τα άχρωμα σήμερα γλυπτά της αρχαιοελληνικής τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και των κούρων, την εποχή που δημιουργήθηκαν είχαν ποικιλία χρωμάτων.

Ø  Το μειδίαμα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των αρχαϊκών γλυπτών,  αποδίδεται  με  το ελαφρύ τόξο που σχηματίζουν τα χείλη. Είναι ένα αξιοπρόσεχτο χαρακτηριστικό, δεδομένου ότι τα έργα αυτά προορίζονταν για τα αρχαϊκά νεκροταφεία. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για γλυπτικό «εύρημα», όταν οι γλύπτες ακόμη δεν μπορούσαν να αποδώσουν τους μυς του προσώπου. Άλλοι πάλι, υποστηρίζουν ότι εκφράζει μια καταφατική στάση ζωής, που διακατείχε όλο τον ελληνικό κόσμο.

Η πεπλοφόρος κόρη (530 π.Χ. περίπου), μάρμαρο Πάρου, ύψος 1,18 μ., Ακρόπολη, Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως, λεπτομέρεια





 Η  Κυρία της  Auxerre (640 π.Χ. περίπου), ασβεστόλιθος, ύψος 0,65 μ., πιθανότατα από την Κρήτη, Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.
 Πρόκειται για αριστούργημα της δαιδαλικής* τεχνοτροπίας. Το γλυπτό πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη της Γαλλίας στην οποία φυλασσόταν έως το 1908 που μεταφέρθηκε στο Λούβρο. Χαρακτηριστικός είναι ο τύπος  του  τριγωνικού επιπεδόσχημου κεφαλιού  και των μαλλιών  που κατεβαίνουν σε αντίθετα τρίγωνα  δεξιά κι αριστερά από το  πρόσωπο. Μια  πλατιά ζώνη σφίγγει στη μέση τον πέπλο, που πέφτει ως κάτω, αφήνοντας να φαίνονται τα άκρα των ποδιών, ενώ στην εγχάρακτη διακόσμησή του ίχνη χρώματος δηλώνουν ότι κάποτε ήταν ζωηρά χρωματισμένο.  Πρόκειται μάλλον για θεά, που λυγίζει στο στήθος το χέρι, χαρακτηριστική χειρονομία της Μητέρας-θεάς.

 
























Μία πρόταση από το University of Cambridge για τη χρωματική αναπαράσταση της κόρης της  Auxerre.




Η πεπλοφόρος κόρη (530 π.Χ. περίπου), μάρμαρο Πάρου, ύψος 1,18 μ., Ακρόπολη, Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως. Η κόρη στέκεται στητή και φοράει χιτώνα και πέπλο, που καλύπτουν όλο το σώμα, εκτός από το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια. Η ιδιαίτερη ενδυμασία της και κυρίως ο πέπλος, ένδειξη αρχαιοπρέπειας για τον 6ο αιώνα, οδηγούν στην εικασία ότι η κόρη είναι άγαλμα ιέρειας ή θεάς. Ίχνη χρώματος έχουν διατηρηθεί στα μάτια, στους κυματιστούς πλοκάμους των μαλλιών και στη θέση του περιδέραιου που κοσμούσε το στήθος της, γεγονός που φανερώνει ότι τα ελληνικά μαρμάρινα γλυπτά ήταν χρωματισμένα. (πηγή φωτογραφίας: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/AR/peploforos.htm)



Προτεινόμενοι ιστότοποι   

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Πλαστική: Ο όρος πλαστική σημαίνει το απευθείας πλάσιμο της μορφής   σε μαλακό υλικό όπως στον πηλό ή στο γύψο. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι προσθετική. Γενικότερα όμως, χαρακτηρισμοί όπως «πλαστικό έργο» ή «πλαστικότητα» χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν ποιότητες καλής μορφής, τόσο σε έργα τριών διαστάσεων όσο και σε έργα δύο διαστάσεων (όπως η ζωγραφική), που επιδιώκουν την απόδοση του βάθους. Ο όρος «πλαστικότητα» μπορεί να αναφέρεται και στην ποιότητα ενός υλικού το οποίο μπορεί να πλαστεί. Ο όρος «πλαστικές τέχνες» γενικά αναφέρεται στις εικαστικές τέχνες, που περιλαμβάνουν τη γλυπτική, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, σχέδιο και τις γραφικές τέχνες (σε αντίθεση με τη μουσική, την ποίηση, τη λογοτεχνία και το θέατρο).

Γλυπτική: Η λάξευση ή το σμίλευμα της μορφής  σε σκληρό υλικό, όπως στην πέτρα, στο μάρμαρο ή στο ξύλο. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι  αφαιρετική. Γενικότερα, γλυπτικό έργο είναι εκείνο που έχει τρεις διαστάσεις, το οποίο μπορεί να είναι σμιλεμένο, πλασμένο, κατασκευασμένο ή χυμένο σε μπρούτζο  και μπορεί να περιγραφεί ως ολόγλυφο (περίοπτο) ή ανάγλυφο.

Σήμα: Πρόκειται για ένα σημάδι, μια ένδειξηΣήματα χρησιμοποιούνταν τόσο για τους δημόσιους χώρους όσο και για τους χώρους ταφής. ΄Ηταν μαρμάρινες στήλες οι οποίες έφεραν εγχάρακτη επιγραφή. Ιδιαίτερα για τους χώρους ταφής τα σήματα  ήταν κατ αρχάς στήλες ακόσμητες, αλλά μεταμορφώθηκαν σε μνήματα, όταν επάνω στις στήλες άρχισαν να σμιλεύονται μορφές οι οποίες αναφέρονταν στο νεκρό.

Δαιδαλική πλαστική: Η πλαστική του 7ου αιώνα ονομάστηκε «δαιδαλική» και οι γλύπτες «δαιδαλίδες». Το όνομα προήλθε από το Δαίδαλο, μυθικό πρόσωπο, ο οποίος κατά την παράδοση ήταν ο πρώτος γλύπτης («δαιδάλλω» σημαίνει κοσμώ, ασκώ τέχνη με ευφυΐα και δεξιότητα).