Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ο θάνατος, Τρεις εκδοχές του ίδιου θέματος




Δύο κινήματα στην τέχνη στέκονται διαμετρικά αντίθετα. Ο Νεοκλασικισμός (18ος αιώνας) και ο Ρομαντισμός (πρώτο μισό του 19ου αιώνα).
Πρόκειται για δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τον κόσμο και για την ζωή. To νεο-κλασικό ιδεώδες στην τέχνη αναλύθηκε απο τους Winckelmann και Mengs. Κυρίαρχο στοιχείο του ήταν η ισορροπία, η αρμονία, η καθαρότητα των μορφών, ο ορθός λόγος.
Το Ρομαντικό αναλύθηκε θεωρητικά από τους Schlegel, Tieck κ.ά.  Κυρίαρχο στοιχείο του ήταν η μη κανονικότητα, η μη ορθολογικότητα,  η κυριαρχία του συναισθήματος και του ενστίκτου πάνω στη λογική σκέψη.
Ο Worringer μάλιστα, πρότεινε και μία γεωγραφική διάκριση μεταξύ των δύο:   
στις Μεσογειακές χώρες, όπου η σχέση μεταξύ ανθρώπων και φύσης είναι θετική και καθαρή, κυριάρχησε η Κλασική τέχνη. 
Στις χώρες του Βορρά, όπου η φύση παρουσιάζεται σαν δύναμη  μυστηριώδης και συχνά εχθρική, κυριάρχησε η Ρομαντική τέχνη.

Εκφραστικότητα, πάθος, ενόραση και φαντασία χαρακτηρίζουν το Ρομαντισμό.
Καθαρότητα, εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων μέσα από τη δοκιμή και το πείραμα, αυτοσυγκράτηση των παθών χαρακτηρίζουν το Νεοκλασικισμό.

Ο Νεοκλασικισμός στην τέχνη εμφανίστηκε την εποχή του Διαφωτισμού. Ο ορθός λόγος, η μελέτη των φυσικών φαινομένων, το πείραμα και η επαλήθευση, η ανακάλυψη και η καταγραφή της γνώσης, δημιούργησαν την αισιοδοξία ότι η γνώση όλης της αλήθειας για το σύμπαν ήταν δυνατή, ότι η ανθρώπινη φύση μπορούσε να γίνει πλήρως κατανοητή και ότι ο κόσμος στηριζόμενος στη  λογική θα οδηγείτο σε ένα καλύτερο αύριο και οι κοινωνίες θα δημιουργούσαν μία καινούρια τάξη πραγμάτων βασισμένες στην ισότητα όπως την είχε οραματιστεί η Γαλλική Επανάσταση.
΄Όμως, μόλις 4 χρόνια αργότερα, η ελπίδα είχε ήδη μετατραπεί στην τυφλή Τρομοκρατία, και πολλοί στοχαστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες είχαν απογοητευτεί για την ανθρωπότητα, η οποία δεν φαινόταν πια τέλεια και λογική.
Ο Ρομαντισμός αναπτύχθηκε σε μία περίοδο στην οποία οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλά και επιστημονικές αλλαγές δημιούργησαν μία άλλη εικόνα, γεμάτη αμφιβολία για τον κόσμο. Ήταν ένας κόσμος που είχε χάσει την αισιοδοξία του Διαφωτισμού.
Ο Ρομαντισμός σε όλες τις τέχνες έβαλε το συναίσθημα πάνω από τη σκέψη, και την αλήθεια (ατομική και γι’ αυτό, σχετική) να εδράζεται όχι στα λογικά συμπεράσματα των διανοουμένων αλλά στο ένστικτο της ιδιοφυίας (ο καλλιτέχνης ως Genius). Υποκειμενισμός, ατομική έκφραση, πάθος, ενόραση και φαντασία  πήραν τη θέση της εξαγωγής συμπερασμάτων μέσα από τη δοκιμή και το πείραμα.
"Το έργο τέχνης, ζωγραφική, ποίηση, νουβέλα ή μουσική σύνθεση, έγινε αντιληπτό όχι απλώς ως αντανάκλαση ή ενσάρκωση μιάς αμετάβλητης και ορθολογικής ιδέας, αλλά ως εικόνα μιάς ενόρασης, η οποία είχε διεισδύσει στην εσωτερική ζωή των πραγμάτων " [1].

Η σύγκριση δύο έργων στη ζωγραφική      είναι ικανή να μας δώσει μία πολύ περιεκτική εικόνα για την αλλαγή των θέσεων και των αντιλήψεων ανάμεσα στον Νεοκλασικισμό και στο Ρομαντισμό. Θα εξετάσουμε δύο έργα με κοινό θέμα το Θάνατο.
Το Νεοκλασικό έργο είναι Ο ΄Ορκος των Ορατίων, του Jacques-Louis David (Νταβίντ), χρονολογημένο στα 1793.
Το Ρομαντικό έργο είναι Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου,  του Eugene Delacroix (Ντελακρουά), χρονολογημένο στα 1824.

Ο Ντελακρουά παίρνει το θέμα του από την Ανατολή (εικ.1). 
Την εξωτική ανατολή, η οποία φαντάζει την περίοδο του Ρομαντισμού ως ένας άπιαστος παράδεισος των αισθήσεων και των απολαύσεων. 
Οι πινελλιές στριφογυρίζουν με ένταση, σε μία σύνθεση που ξεδιπλώνεται σχεδόν κυκλικά, ενώ όλα τα χρώματα δουλεύουν στις θερμές πορτοκαλί και κόκκινες αποχρώσεις. 
Στο κέντρο του κυκλικού σχήματος της σύνθεσης βρίσκεται ο Σαραδάναπαλλος. Έχει προστάξει να εκτελεστεί το χαρέμι του και μετά όλοι να καούν για να μην συλληφθούν από το εξεγερμένο πλήθος. 

Το έργο δημιουργεί την εντύπωση μιάς ξέφρενης πράξης, ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε ένα ξέφρενο μακελειό, η ατμόσφαιρα είναι ηδονιστική και χυδαία. Ένα όργιο θανάτου, που άλλωστε, συγκαταλέγεται στις τυπικές θεματογραφίες του Ρομαντισμού.
Εικόνα 1 Eugene Delacroix, Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου,  1824
Ο Ρομαντισμός δημιούργησε την εικόνα ενός κόσμου που πια δεν πίστευε στον ορθολογισμό, που είχε ήδη αρχίσει να διερωτάται αν οι άνθρωποι είναι λογικοί ή παράλογοι, αν το σύμπαν είναι ορθολογικά δομημένο ή χαοτικό. Τώρα, ο κυρίαρχος φόβος ήταν για το ενδεχόμενο τα ανθρώπινα πλάσματα να είναι σκοτεινά, παράλογα και χαμένα.





Στο άλλο άκρο, διαμετρικά αντίθετη, είναι η αναπαράσταση του θανάτου από τον Νεοκλασικισμό (εικ.2).

Ως προς τη σύνθεση, ούτε αναστάτωση ούτε ελικοειδείς συνθέσεις, παρά μόνον αρμονία, ισορροπία, αυτοσυγκράτηση των μορφών, σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε αρχαιοελληνικό επιτύμβιο ανάγλυφο.
Ως προς τη θεματολογία, το αρχαιοελληνικό και το ρωμαϊκό πνεύμα έδωσαν το υλικό για το διδακτικό μήνυμα που θέλει να μεταδώσει. Κεντρικός άξονας του Κλασικισμού ήταν οι ηθικές αξίες, όπως η αγάπη για την πατρίδα, η αυτοθυσία, η πεποίθηση ότι η ζωή είναι σπουδαία μόνον όταν ο θάνατος είναι ηρωικός και σπουδαίος. Και ο θάνατος είναι σπουδαίος μόνον όταν εξασφαλίζει για τον άνθρωπο την αιωνιότητα. Μία αιωνιότητα όχι υπερβατική, όχι σε κάποιο παράδεισο άπιαστο και θεολογικό, αλλά εδώ, στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσω του ύψιστου ιδανικού που πρέπει να επιδιώκει, την υστεροφημία.


Μία ορθογώνια σύνθεση με ένα αυστηρά ισορροπημένο ζύγισμα, μια αβαθής οργάνωση του χώρου, τοποθετεί όλη τη δράση στο πρώτο επίπεδο. 
Οι τρεις γιοί του Οράτιου ορκίζονται με τα σπαθιά υψωμένα μπροστά στον πατέρα τους, ότι θα πεθάνουν για την πατρίδα τους. Πρόκειται για έναν θάνατο μη συντελεσμένο αλλά επικείμενο. Για αυτό τον επικείμενο θάνατο ήδη οι αδελφές τους, στη δεξιά πλευρά του πίνακα, μοιρολογούν. Θα χάσουν –αναπόφευκτα- είτε τον άντρα (η μία αδελφή είναι παντρεμένη με τον εχθρό που θα αντιμετωπίσουν τα αδέλφια της, τον Κουράτιο) είτε τον αδελφό.
 Η μοίρα δεν μπορεί να αλλάξει. Και αφού η μοίρα δεν μπορεί να αλλάξει, δεν χρειάζονται περιττά δάκρυα και περιττές φλυαρίες: λιτότητα και αυτοσυγκράτηση στην έκφραση του πόνου, λιτότητα και καθαρότητα στην οργάνωση της σύνθεσης. 
Το πάθος και ο θάνατος υποτάσσονται στη λογική. Η λογική προτείνει την τιμή και την πίστη στην πατρίδα με κάθε κόστος. 




Εικόνα 2 Jacques-Louis David, Ο ΄Ορκος των Ορατίων,  1793
Ο Νεοκλασικισμός δημιούργησε την εικόνα ενός κόσμου όπου ο ορθός λόγος είναι κυρίαρχος, ένα κόσμο ιδανικών για τα οποία μπορεί κανείς και να πεθάνει. Στο έργο, ο θάνατος δεν έχει συντελεστεί ακόμα, είναι όμως επικείμενος. Ο φορέας του θέματος, ο πρωταγωνιστής είναι ο ΄Ορκος, η πίστη στα ανώτερα ιδανικά, στην πίστη στην πατρίδα, στην πατριωτική αρετή, ιδεώδη πέρα και πάνω από το προσωπικό συμφέρον.







Μικρό Επίμετρο

Εικόνα 3 Nicolas Poussin, Οι Ποιμένες της Αρκαδίας ή  et in arcadia ego
(κι εγώ –ο θάνατος- βρίσκομαι στην Αρκαδία), 1647
Το έργο παρουσιάζει το στωικό ιδεώδες της αποδοχής της μοίρας και της αποδοχής κάθε έκφανσης της ανθρώπινης ζωής, χωρίς πάθος ή ένταση. Ακόμα και ο θάνατος αντιμετωπίζεται χωρίς περιττές συγκινήσεις και ολοφυρμούς. Οι εικονιζόμενοι δεν ξαφνιάζονται, δεν ταράσσονται.
 Ούτε μία σύσπαση μυός μπροστά στο θάνατο.


Εκατόν πενήντα σχεδόν χρόνια πριν από το έργο του Νταβίντ, ένας άλλος ζωγράφος, o Nicolas Poussin (Πουσέν) είχε φιλοτεχνήσει για έναν λόγιο μαικήνα της εποχής, ένα πίνακα με θέμα τη ματαιότητα (Vanitas), την αναπόδραστη κατάληξη της ζωής στο θάνατο, ένα από τα αγαπημένα θέματα του 17ου αιώνα.

To έργο ονομάζεται Οι Ποιμένες της Αρκαδίας ή et in Arcadia ego. Αντίθετα με το έργο του Νταβίντ, ο θάνατος εδώ, έχει συντελεστεί. Στην Αρκαδία, σύμβολο του επίγειου παράδεισου, κάποιοι ποιμένες, που βόσκουν τα πρόβατά τους, συναντούν αναπάντεχα, ανάμεσα στα φυλλώματα, μία σαρκοφάγο. Με περιέργεια πλησιάζουν το μνημείο για να διαβάσουν ποιος είναι ο νεκρός, αντί όμως γι’ αυτό, διαβάζουν ένα χαραγμένο επίγραμμα: et in Arcadia ego. Ο ένας βοσκός   έχει ήδη διαβάσει την επιγραφή και την δείχνει στην γυναίκα, που στέκεται ατάραχη στο πρώτο επίπεδο της εικόνας, ντυμένη με την αρχαιοελληνική φορεσιά της.

Η λατινική επιγραφή μεταφράζεται κυριολεκτικά ως και στην Αρκαδία υπάρχω, δηλαδή, εγώ ο θάνατος, βρίσκομαι ακόμα και εδώ, στον επίγειο παράδεισό σας.

Κανείς από τους βοσκούς δεν ταράζεται, κανείς από τους τέσσερις εικονιζόμενους δεν τρομάζει στο αντίκρισμα του θανάτου, στην αποκάλυψη ότι ακόμα κι εδώ, μακριά από την πόλη και τους κινδύνους της, στα εύφορα λιβάδια και στην ποιητική ύπαιθρο, όπου ζουν την ανέμελη ζωή τους, θα έρθει ο θάνατος, θα υπάρξει και για αυτή τη ζωή ένα τέλος.

Η αρχαιοελληνική ατμόσφαιρα του έργου λούζει τους ποιμένες και την γυναικεία μορφή στο πρώτο επίπεδο, με εσωτερικά συγκρατημένη μεγαλοπρέπεια. Τη σκηνή διαπερνά η αταραξία της στωικής φιλοσοφίας, η οποία θεωρεί κάθε τι που συμβαίνει στον άνθρωπο (το καλό ή το κακό είναι υποκειμενικές κρίσεις) ως φυσικό, μη ελεγχόμενο από τον ίδιο, και γι’ αυτό, την όποια συναισθηματική φόρτιση ως περιττή και ανάξια του φιλοσοφημένου ανθρώπου.

Στις κοπέλλες του Νταβίντ είδαμε το συγκρατημένο πένθος, το συγκρατημένο θρήνο της Νεοκλασικής αυτοσυγκράτησης.  Στους ποιμένες του Πουσέν και ειδικά στη γυναικεία μορφή που   στέκεται σκεπτική, βλέπουμε τη στωική αταραξία του κλασικού Μπαρόκ.

Προτεινόμενα για διάβασμα:
Για τη φιλοσοφία του στωικισμού, βλέπε: Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν
Για το έργο Et in Arcadia ego, βλέπε: Erwin Panofsky 






























[1] Honour, H.,  Romanticism , εκδ. Harper and Row, Λονδίνο: 1979, σελ.21