Frans Hals
(1581-1666), Οι Διευθυντές του Γηροκομείου των Απόρων (Regents of the Old Men's Almshouse), 1664
Ο γέρος Frans Hals ζωγραφίζει.
Φτωχός και σχεδόν τυφλός.
Ζωγραφίζει τους Διευθυντές του Γηροκομείου των άπορων γερόντων.
Τα πρόσωπά τους στραμμένα προς εμάς, κάποιοι μας κοιτούν ίσια
στα μάτια. ΄Ομως δεν κοιτούν εμάς. Κοιτούν το γέρο
ζωγράφο: «είσαι γέρος, είσαι φτωχός, αλλά είσαι ζωγράφος. Σε πληρώνουμε! Κοίτα
να μας φτιάσεις καλά!».
Τα πρόσωπά τους αποτυπώθηκαν όπως τα έβλεπε ο ζωγράφος. Εμείς,
ως θεατές, κοιτάμε την πληρωμένη απαίτησή τους να απεικονιστούν κατά πως έπρεπε.
Ο ζωγράφος ζωγραφίζει. Εκείνοι ποζάρουν.
Ησυχία.
Μια ώρα μετά, η πόζα τελειώνει.
Οι Διευθυντές χαλαρώνουν, τεντώνονται λίγο, μιλάνε, ύστερα,
σηκώνονται. Πλησιάζουν τον πίνακα, στέκονται πάνω από την πλάτη του ζωγράφου
που σκουπίζει τα πινέλα του. Σχολιάζουν, συζητάνε, κάποιοι είναι
ικανοποιημένοι, άλλοι έχουν αντιρρήσεις : «εδώ, εγώ είμαι εντάξει. Ο άλλος δεν
μοιάζει και πολύ, φτιάξτον λίγο..».
Ύστερα, σταματούν να ασχολούνται με τον πίνακα, αρχίζουν να
απομακρύνονται. Καθώς φεύγουν συζητάνε ακόμα.
Βγαίνουν από το δωμάτιο. Η πόρτα κλείνει.
Ησυχία.
Ο ζωγράφος διπλώνει επιμελώς το πανί και τυλίγει με αυτό τα πινέλα
του. Σηκώνεται, μαζεύει τα μπουκαλάκια με τα διαλυτικά και τα νέφτια. Τα βάζει
όλα με προσοχή στο κασελάκι για τα χρώματα. Το κλείνει. Σηκώνεται, κάνει ένα βήμα πίσω, κοιτάζει
τον πίνακα. Ύστερα παίρνει ένα πανί που
ήταν ριγμένο στο πλάι και με αυτό τον σκεπάζει, προσέχοντας να μην ακουμπήσει το πανί στο
φρέσκο χρώμα. Φοράει το πανωφόρι του και το κουμπώνει. Διορθώνει το μπερέ του. Φορτώνεται
το κασελάκι περνώντας το λουρί του στον ώμο, γέρνει λίγο μπροστά γιατί είναι
βαρύ και αποχωρεί. Κλείνει την πόρτα, διασχίζει το διάδρομο. Στην έξοδο, συναντάει
τον υπηρέτη και συνεννοείται μαζί του για την επόμενη πόζα. Κάποιοι από τους
Διευθυντές είναι ακόμα εκεί και συζητάνε. Με κάνα δύο από αυτούς έχει μιλήσει.
Με άλλους, δεν έχει γνωριστεί ποτέ, δεν τους ξέρει και δεν τον ξέρουν. Η
αντάμωσή τους γίνεται μέσα από την πόζα τους, όταν στήνονται απέναντί του κι
εκείνος ζωγραφίζει.
Εκείνοι επιστρέφουν στις δουλειές τους.
Εκείνος επιστρέφει στο εργαστήριό του. Ελάχιστο φως μπαίνει
από το παράθυρο. Μία ακόμα κουραστική ημέρα. Ξεφορτώνεται το κασελάκι με τα
χρώματα και το ακουμπάει κάτω. Βγάζει το πανωφόρι του και το αφήνει πάνω στην
καρέκλα. Πλησιάζει τον πάγκο με τα σχέδια. Ξεφυλλίζει μερικά, τα κοιτάζει.
΄Υστερα τα βάζει με προσοχή στο χάρτινο ντοσιέ και του δένει τα κορδόνια.
Πλησιάζει ένα καβαλέτο, τραβάει το πανί από έναν ατέλειωτο πίνακα, τον κοιτάζει.
Ησυχία.
Σκέφτεται ότι σώθηκαν τα σκούδα από την προκαταβολή που πήρε
και τα λίγα που απόμειναν δε φτάνουν να αγοράσει ψωμί και κρασί. Άραγε πότε θα
τον πληρώσουν ξανά; Θα του δώσουν κάτι ακόμα πριν την τελική εξόφληση;
Γέρος, φτωχός, με περιορισμένη όραση.
Κλείνει τις κουρτίνες, σκοτάδι. Κάθεται στον ξύλινο πάγκο.
Εκεί αναπαύεται πάντα. Αναδιπλώνει το αχυρένιο του προσκεφάλι, ξαπλώνει, τραβάει πάνω του τη μάλλινη κουβέρτα και
σκεπάζεται. Γέρος καθώς είναι ξεχνιέται και τον παίρνει ο ύπνος.
Ησυχία.
Αργά μέσα στη νύχτα ξυπνάει, πιάνει την κανάτα που είναι
πλάι του, βάζει νερό στο ποτήρι και πίνει.
Έχει δωμάτιο; Έχει κρεβάτι κανονικό;.
Σε λίγο, σκέφτεται, θα σηκωθώ.. και ξαναγέρνει στον πάγκo.
Ησυχία.
Ο Frans Hals.
Ο μεγάλος προσωπογράφος του 17ου
αιώνα.
Καληνύχτα ζωγράφε.
Ο.Ζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου