Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

in medias res

 ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΟΝΟ
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η προσωπικότητα του καλλιτέχνη και η δημιουργική του δύναμη συνδέθηκαν με την τρέλα, την έκσταση, τη μελαγχολία.
Ο Πλάτων, μιλούσε για τη δημιουργική φρενίτιδα του ποιητή και για την έμπνευση, που τον φέρνει σε μια κατάσταση πέρα από τη λογική. Ο Αριστοτέλης, αναρωτιόταν «πώς συμβαίνει ώστε όλοι εκείνοι που ξεχωρίζουν στη φιλοσοφία, την πολιτική ή την τέχνη να είναι σαφώς μελαγχολικοί άνθρωποι».
Στο Μεσαίωνα, ο μέγας καλλιτέχνης είναι ο Θεός – Δημιουργός, αρχιτέκτων του σύμπαντος, ο dues artifex και divino artista. Αντίθετα στην Αναγέννηση, δημιουργός γίνεται ο  καλλιτέχνης, ίσος με το Θεό, και δημιουργεί αυτόνομα όχι μέσω Εκείνου. Ο καλλιτέχνης ως μεγαλοφυής είναι ξεχωριστός, ένας sui generis  μελαγχολικός καθώς γεννιέται κάτω από την επιρροή του πλανήτη Κρόνου, του πλανήτη που αναπτύσσει τις διανοητικές ικανότητες, αλλά και γεμίζει τις ψυχές με θλίψη και απελπισία. Τον 19ο αιώνα, ο Λαμαρτίνος μιλούσε για εκείνη την αρρώστια που λέγεται ιδιοφυία και ο Σοπενάουερ έβρισκε την ιδιοφυία να είναι πλησιέστερη στην τρέλα παρά στην εξυπνάδα.
Τρέλα σήμαινε εκκεντρικότητα, ιδιορρυθμία και επένδυε τη μυθική εικόνα του δημιουργικού ανθρώπου, που ήταν εμπνευσμένος, αφοσιωμένος στο έργο του, επαναστατικός, μονομανής, αποξενωμένος ακόμα και νευρωτικός.
Σε όλες τις εποχές, το να είναι κανείς καλλιτέχνης δεν ήταν απλό πράγμα. Από την αρχαιότητα οι τέχνες χωρίζονταν σε εκείνες του πνεύματος, οι οποίες ασκούνταν από ελεύθερους ανθρώπους και στις μηχανικές, τις χειρωνακτικές, οι οποίες ασκούνταν από σκλάβους. Η ζωγραφική και η γλυπτική, ως χειρωνακτικές τέχνες, δεν διέφεραν από εκείνες του υποδηματοποιού και του σιδερά.
Σε όλο το Μεσαίωνα, ο καλλιτέχνης έμεινε στη θέση του απλού τεχνίτη, ενός διάμεσου ανάμεσα στο Θεό και στην υλοποίηση του θελήματός του. Ο Θεός μιλούσε «δια χειρός» του καλλιτέχνη, ο οποίος κάτω από αυτό το βάρος, δεν είχε όνομα (παρ’ όλο που μερικοί, έπεφταν κατά καιρούς στο «αμάρτημα» της ματαιοδοξίας και υπέγραφαν το έργο τους).
Α.Durer,Melancolia I, χαρακτικό,1514
Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης, διεκδίκησαν για την τέχνη τους μια θέση πάνω από την απλή μαστοριά, και για τον εαυτό τους, την ένταξή τους στην τάξη των ανθρώπων του πνεύματος.
Απαίτησαν την ισοτιμία της ζωγραφικής και της γλυπτικής με την ποίηση, γιατί, όπως η ποίηση ήταν πνευματική υπόθεση, παρόλο που ο ποιητής χρησιμοποιούσε το χέρι του για να γράφει, έτσι κι αυτές οι τέχνες δεν ήταν χειρωνακτικές, αλλά πνευματικές αφού επί πλέον μετήρχοντο και της γεωμετρίας, της επιστήμης δηλαδή της προοπτικής για να αναπαραστήσουν τά πράγματα.
«Κι αν, ποιητή, έπρεπε να περιγράψεις μια αιματηρή μάχη…το μολύβι σου θα φθαρεί….και η γλώσσα σου θα στεγνώσει και το σώμα σου θα νυστάξει και θα πεινάσει, πριν μπορέσεις να περιγράψεις με λόγια αυτό που ο ζωγράφος μπορεί να δείξει μέσα σε μια στιγμή», έγραφε στα σημειωματάριά του ο Λεονάρντο ντα Βίντσι.
«Ζωγραφίζει κανείς με το νου, όχι με το χέρι», έλεγε ο Μιχαήλ ΄Αγγελος. Ουμανιστές και καλλιτέχνες, έπαιξαν καίριο ρόλο στην αναγνώριση της πνευματικής αξίας του έργου του καλλιτέχνη και της καταξίωσης του ίδιου στην κοινωνία.
Οι καλλιτέχνες προέρχονταν κυρίως από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Συνήθως, γύρω στα επτά τους χρόνια οδηγούνταν στο εργαστήριο κάποιου ήδη καταξιωμένου ζωγράφου, όπου και έμεναν για να μάθουν την τέχνη. Ως μαθητές δούλευαν στο εργαστήριο, σκούπιζαν, άναβαν τη φωτιά, έκαναν μικρά θελήματα, ενώ ασκούνταν στο σχέδιο και προοδευτικά μάθαιναν την τέχνη. Οι δάσκαλοι, ζηλότυπα κρατούσαν μυστικές τις τεχνικές του χρώματος και δεν τις αποκάλυπταν παρά σταδιακά στους μαθητές.
Για να αποκτήσει κανείς το δικαίωμα να ασκήσει το επάγγελμα, έπρεπε να έχει μαθητεύσει δώδεκα χρόνια και να έχει εγγραφεί στη συντεχνία των ζωγράφων. Οι συντεχνίες ασκούσαν πλήρη έλεγχο στα μέλη τους, από τις γνώσεις έως την ηθική τους.
Έλεγχαν τα συμβόλαια των παραγγελιών, τις αμοιβές, ακόμα και την ευπρέπεια του περιεχομένου των έργων. Η ελευθερία του καλλιτέχνη να δημιουργήσει αυτόνομα, που διεκδικείται στην Αναγέννηση, είναι κάτω από αυτές τις συνθήκες που αποκτά τόση σημασία στην ιστορία της τέχνης.
Αν θέλει κανείς να φανταστεί τους καλλιτέχνες του Quattrocento (δηλαδή της πρώιμης Αναγέννησης που κρατάει από το 1400 έως το 1460 περίπου), δεν πρέπει να τους φανταστεί σε ένα πολυτελές ατελιέ, αλλά σε ένα βρώμικο εργαστήριο, όπου ζουν αυτοί και οι μαθητές τους, ανάμεσα σε πάγκους, εργαλεία, κουβάδες με κόλλες και μπουκάλια με χρώματα. Μερικοί κοιμούνται εκεί και δεν προλαβαίνουν να πάνε στο σπίτι τους. Είναι ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, απεριποίητοι, με πουκαμίσες, ποδιές και ξυλοπάπουτσα. Ο Donatello είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη, ο οποίος αναφέρεται ότι ντρεπόταν να φορέσει τον κόκκινο πολύτιμο μανδύα που του είχε χαρίσει ο προστάτης και μαικήνας των τεχνών Κόζιμο των Μεδίκων. Μέσα στο εργαστήριό του διατηρούσε ένα κλίμα κοινοκτημοσύνης και είχε τα χρήματά του σε ένα καλάθι κρεμασμένο στον τοίχο, από όπου κάθε μαθητής ή φίλος μπορούσε να παίρνει από κει όσα του χρειάζονταν.
Οι αμοιβές των καλλιτεχνών, ακόμα και όταν δημιουργούσαν αριστουργήματα, ήσαν πενιχρές. Πληρώνονταν λιγότερο από τους ποιητές και τους παιδαγωγούς και πολλές φορές λιγότερο κι από τους απλούς χτίστες.
Στα τέλη του 15ου αιώνα, οι καλλιτέχνες χειραφετημένοι πλέον, αναγνωρίζονται ως ανώτεροι άνθρωποι, με μοναδική ιδιοφυία πέρα και πανω από κανόνες, δημιουργοί, ο οποίοι χρειάζονται ελευθερία δράσης, με μια προσωπικότητα που σφραγίζει το έργο τους, το οποίο έχει αξία ακριβώς επειδή είναι δικό τους.
Στα μέσα του 16ου αιώνα, ιδρύονται οι ακαδημίες που αντικατέστησαν τα εργαστήρια και οι τέχνες διδάσκονται ως επιστήμη και ονομάζονται Arti del disegno (τέχνες του σχεδίου). Ο καλλιτέχνης εξακολουθεί βέβαια να δουλεύει με παραγγελίες, αλλά πλέον δουλεύει για τον εαυτό του, μόνος και ανεξάρτητος από τις συντεχνίες.
Τα τέλη του 16ου και οι αρχές του 17ου αιώνα βρήκαν το άτομο αποκομμένο από ό,τι έως τότε γνώριζε. Ο άνθρωπος έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου και η γη το κέντρο του σύμπαντος. Κοσμογονίες και θεολογίες, τώρα, καταδείκνυαν την ασημαντότητά του μπροστά στην άβυσσο του χρόνου, μπροστά στις απαιτήσεις του αυτοκράτορα ή στις επιθυμίες του Θεού. Η αίσθηση του ξεριζώματος, η ανασφάλεια, η απώλεια της επαφής με την κοινωνία και τον εαυτό, ακολούθησαν. Οι ιστορικοί δεν διστάζουν να περιγράψουν αυτή την περίοδο ως «πρώιμη βιομηχανική επανάσταση».
 Η παραγωγή της τέχνης σε τέτοιες εποχές, όχι μόνο δεν αποκλείεται αλλά και μεγαλουργεί. Η αίσθηση της αποξένωσης δίνει την  πρώτη ύλη για τη δημιουργία έργου. Δεν είναι απλώς ένα μορφολογικό στοιχείο του. Είναι αυτό το ίδιο του το περιεχόμενο.
Το αποτράβηγμα από την πραγματικότητα είναι ο κοινός παρανομαστής, που συνδέει τις απαρχές της αστικής κοινωνίας με τον  αιώνα μας και την μοντέρνα τέχνη. Στο μύθο του Σίσυφου του Αλμπέρ Καμύ, η ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα σε έναν παράλογο κόσμο, δεν μπορεί να αλλάξει, παρά μόνο να βιωθεί. Δεν υπάρχει η πρόθεση να γίνει αντιληπτή η πραγματικότητα που βρίσκεται μπροστά μας, απλώς, αφήνεται στην άκρη. Έτσι εκφράστηκαν η αφηρημένη τέχνη ή ο σουρεαλισμός. ΄Εστρεψαν την πλάτη στο πραγματικό και κατέγραψαν σχήματα, τα οποία δεν παραπέμπουν παρά στον εαυτό τους ή κατέφυγαν στον κόσμο των ονείρων, τον οποίο μπέρδεψαν με την πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος των τελευταίων 40 ετών είναι φορέας του άγχους, της αποξένωσης και της μοναξιάς της εποχής. Η επαφή του με την πραγματικότητα χάνεται όλο και περισσότερο. Η ανάπτυξη της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι  ένα από τα συμπτώματα της αποξένωσης (κάποιοι για τη λατρεία του εαυτού μπορεί να επισκέπτονται για δεκαετίες τον ψυχολόγο για να μάθουν ποιοι ακριβώς είναι). Ο καθρέφτης (ή/και η οθόνη της τηλεόρασης με τα άφθονα πρότυπα που προσφέρει) στον οποίο καθρεφτίζεται  ο σύγχρονος Νάρκισσος, δεν δείχνει μόνον την πραγματικότητα διαμεσολαβημένα, αλλά παράλληλα από-κοιμίζει.
 Η εποχή χαρακτηρισμένη από ανθρώπους σκυμμένους πάνω από τον εαυτό τους, δεν αφήνει περιθώριο να δουν τον καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης, άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους (οι οποίοι πολλές φορές τον κοιτούν με δυσπιστία),  με όποιο τρόπο μπορεί, επιδιώκει την αφύπνιση. Για να ακουστεί, πρέπει να ενοχλήσει.
Γιάννης Κουνέλλης, εγκατάσταση με 12 άλογα, Galleria L'Attico, Ρώμη, 1969
Τζόναθαν Μπορόφσκυ, άνθρωπος που περπατά προς τον ουρανό,
fiberglass, αλουμίνιο, βαμμένο ατσάλι, Κάσελ, 1992 
Σε ένα κόσμο εθισμένο στο μέσο προτείνει, με τη γλώσσα του μέσου, την ανατροπή του. Στήνει τον εαυτό του μπροστά σε μία βιντεοκάμερα και κάνει το θεατή κοινωνό μιας δράσης ή μιας πράξης, η οποία όσο πιο επίμονη και βασανιστική είναι, τόσο πιο αποξενωτκή και ξεκομμένη από την πραγματικότητα γίνεται. Ποια πραγματικότητα; Την εικονική. Αυτήν που ο θεατής έχει μάθει να βλέπει μέσα από το «γυαλί».


Bill Viola, Anthem
απόσπασμα από το video art έργο του
Στη σύγχρονη κοινωνία το αποτράβηγμα από την πραγματικότητα, το ξεμάγεμα του κόσμου που δεν έχει πια τίποτα κρυφό, η ταχύτητα της εναλλαγής της πληροφορίας, κάνουν τον καλλιτέχνη και το έργο του να γίνεται αντιληπτός ως συμβάν. Ως ακόμα ένα θέαμα για ένα κοινό εθισμένο στην γρήγορη πληροφορία του διαφημιστικού σποτ, ένα θέαμα το οποίο πιθανόν είναι βαρετό αν κυλάει αργά ή κάπου - κάπου ακινητεί και σωπαίνει.
Όμως ο καλλιτέχνης δεν ακινητεί και δεν σωπαίνει. Σαν σύγχρονος αλχημιστής, στο εργαστήρι του, θαρρείς κρυφά, τις νύχτες, δουλεύει τη δουλειά του. Σχεδιάζει, οργανώνει, στήνει. Από τις πιο σημαντικές του μετρήσεις είναι πάντα η αναμέτρηση με την πραγματικότητα.
Ο Πλάτων υποτιμούσε τη ζωγραφική γιατί απείχε τρία βήματα από την αλήθεια. Ο καλλιτέχνης σήμερα υπολογίζει, πόσα βήματα χωράνε ανάμεσα στον καναπέ και στην τηλεόραση για να παρεμβάλει εκεί, το έργο του.



άρθρο μου που είχε δημοσιευτεί στην Κυριακάτικη Αυγή, 9-2-1997
με μικρές προσθήκες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου